- σάλαξ
- -ακος, ὁ, Ακόσκινο τών μεταλλουργών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + εκφραστικό επίθημα -αξ (πρβλ. λίθ-αξ, μύλ-αξ, ψύδρ-αξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάλαξ — miner s sieve masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλάκων — σάλαξ miner s sieve masc gen pl σαλάκων pretentious person masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλακα — σάλαξ miner s sieve masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλαγξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ἀγαθὸς καὶ μεταλλικὸν σκεῡος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, ακος «κόσκινο τών μεταλλουργών», με εκφραστικό έρρινο ένθημα γ ] … Dictionary of Greek
σαλάκων — ωνος, ὁ, Α ματαιόδοξος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, ακος «κόσκινο» + κατάλ. ων (πρβλ. γάστρ ων)] … Dictionary of Greek